- κατανυκτικός
- -ή, -ό (AM κατανυκτικός, -ή, -όν) [κατανύσσω]1. αυτός που επιφέρει κατάνυξη («κατανυκτική προσευχή»)2. αυτός που γίνεται με κατάνυξη (α. «κατανυκτικές δεήσεις» β. «κατανυκτική ησυχία»)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κατανυκτικό(ν)είδος εκκλησιαστικού τροπαρίου με το οποίο εκδηλώνεται η θλίψη και η συντριβή για την ηθική αθλιότητα τού ανθρώπου και ζητείται η συγχώρηση τού θεούαρχ.1. διαπεραστικός2. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής νύχτας, ο νυχτερινός.επίρρ...κατανυκτικώς και -ά (Α κατανυκτικώς)με κατάνυξη.
Dictionary of Greek. 2013.